- εφίστιος
- ος , ον установленный на мачте, мачтовый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐφίστιος — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφίστιος — α, ο (Α ἐφίστιος, ον) νεοελλ. αυτός που βρίσκεται, που κρέμεται, που είναι προσαρμοσμένος στον ιστό («ἐφίστιος φανός») αρχ. επιγρ. ιων. τ. τού εφέστιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱστός] … Dictionary of Greek
εφέστιος — ἐφέστιος, ον, ιων. τ. ἐπίστιος, ον και ἐφίστιος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στην εστία, στο σπίτι του (α. «ἐλθὼν ἀπολέσθαι ἐφέστιος», Ομ. Οδ. β. «Τρῶες ἐφέστιοι ὅσσοι ἔασιν» όσοι Τρώες βρίσκονται στα σπίτια τους, Ομ. Ιλ.) 2. για ικέτες που… … Dictionary of Greek